- τόμπολα
- η лото;
παίζω τόμπολα — играть в лото
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παίζω τόμπολα — играть в лото
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τόμπολα — η, Ν 1. είδος τυχηρού παιχνιδιού που παίζεται με κάρτες πάνω στις οποίες είναι σημειωμένοι αριθμοί 2. (ως επιφών.) πέτυχα ή πέτυχες και, αντίστοιχα, έχασα ή έχασες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tombola] … Dictionary of Greek
τόμπολα — η (λ. ιταλ.), τυχερό παιχνίδι με κλήρους, είδος λαχείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βαλάση, Ζωή — (Αθήνα 1945 ). Δικηγόρος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως δικηγόρος, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία και ιδιαίτερα με την κριτική βιβλίου, την πεζογραφία και την παιδική λογοτεχνία… … Dictionary of Greek